- παραγάγγλιο
- τοσυν. στον πληθ. τα παραγάγγλιαμεμονωμένα χρωμιόφιλα σωμάτια που συνδέονται με διάφορα όργανα, όπως είναι λ.χ. η κοιλιακή αορτή, η καρδιά, τα νεφρά και οι γονάδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paraganglion (< παρ[α]-* γάγγλιο)].
Dictionary of Greek. 2013.